-
1 οἶος
A alone, lonely, freq. in Hom. and Hes., thrice in Pi., once in A., twice in S. (v. infr.):—Special usages:1 defined by the addition of other words,οἶ. ἄνευθ' ἄλλων Il.22.39
;οἶ..., νόσφιν δεσποίνης Od.14.450
; οὐκ οἶ., ἅμα τῷ γε.. not alone, but.., Il.2.822, cf. Od.1.331, al. ;οἶ. ἐν ὄρφνᾳ Pi.O.1.71
, cf. P.1.93 ; οἶ. (prob. cj.)ἐξέβης λαθών S.Fr.22
: neut. οἶον as Adv., naught but..,Hes.
Th.26 ; οἶον μὴ.. only let not.., A.Ag. 131 (lyr.) ; οὐ.. οἶον, ἀλλ'.. not only.., but.., IG3.171B22.2 strengthd., εἷς οἶος, μία οἴη, one alone, one only, Il.4.397, 18.565, al. ; dual,δύ' οἴω 24.473
, Od.14.94 : pl.,δύ' οἴους 3.424
;δύ' οἶαι 16.245
.3 sts. c. gen., οἴη γάρ ῥα θεῶν alone, the only one, of the gods, Il.11.74 ; τῶν οἶος ib. 693 ;οἶος θεῶν Pi.Fr.93
.4 with a Prep., οἴη ἐν ἀθανάτοισιν alone among the immortals, Il.1.398 ;οἶος μετὰ τοῖσι Od.3.362
: but alone from, apart from,9.192
;οἶον ἀπ' ἀνθρώπων 21.364
; πῶς ἂν.. ἀπὸ σεῖο.. λιποίμην οἶ. ; Il. 9.438 ;οἶ. Ἀτρειδῶν δίχα
clam Atridis,S.
Aj. 750. -
2 γαστήρ
γαστήρ, ἡ, gen. έρος, γαστρός: dat. -έρι, γαστρί (the longer forms in [dialect] Ep., Lyr., and once in Trag., E.Cyc. 220): dat. pl.Aγαστῆρσι Hp. Morb.4.54
,γαστράσι D.C.54.22
:—paunch, belly, Il.13.372, etc.; γ. ἀσπίδος the hollow of a shield, Tyrt.11.24; belly or wide part of a bottle, Cratin.190.2 the belly, as craving food,κέλεται δέ ἑ γ. Od.6.133
;βόσκειν ἣν γαστέρ' 17.228
; γαστέρι δ' οὔ πως ἔστι νέκυν πενθῆσαι, i. e. by fasting, Il.19.225;ἐν γαστρὸς ἀνάγκαις A.Ag. 726
(lyr.); to express gluttony,γαστέρες οἶον Hes.Th.26
;γ. ἀργαί Epimenid.1
;ἐγκράτεια γαστρὸς καὶ ποτοῦ X.Cyr.1.2.8
, cf. Oec.9.11; γαστρὸς ἐγκρατής master of his belly, Id.Mem.1.2.1; opp. γαστρὸς ἥττων, ib.1.5.1; γαστρὶ δουλεύειν, χαρίζεσθαι, to be the slave of his belly, ib. 1.6.8, 2.1.2; γ. δελεάζεσθαι ib. 2.1.4;τῇ γ. μετρεῖν τὴν εὐδαιμονίαν D.18.296
; τᾶς γαστρὸς φείδεσθαι, com. of one who has nothing to eat, Theoc. 21.41.II womb,ὅντινα γαστέρι μήτηρ.. φέροι Il.6.58
; ἐκ γαττρός from the womb, from infancy, Thgn.305; ἐν γαστρὶ ἔχουσα big with child, Hdt.3.32;ὗν ἔχουσαν ἐν γ. PFlor.130.3
(iii A. D.);ἐν γ. φέρουσα Pl.Lg. 792e
; ἐν γ. λαβεῖν conceive, Arist.HA 632a28, AP11.18 (Nicarch.), LXX Ge.30.41, al.; συλλαμβάνειν v.l. ib. Ge.25.21, cf. Ev.Luc.1.31;ἐς γ. βάλλεσθαι Hdt.3.28
; κατὰ γαστρὸς ἔχειν Vett. Val. 193.33;φέρειν Gp. 16.1.3
; alsoγυνὴ ἑπτὰ ἤδη γαστέρας δυστοκοῦσα Philostr.VA3.39
. (Perh.for γραστήρ, cf. γράω.)
См. также в других словарях:
γαστήρ — η (AM γαστήρ) 1. η κοιλιά, το μέρος τού σώματος που περιέχει τα σπλάχνα, ανάμεσα στον θώρακα και στους μηρούς 2. το στομάχι 3. φρ. α) «βόσκειν ἥν γαστέρα» να γεμίσει την κοιλιά του Όμ. β) «γαστέρες οἶον» μόνο κοιλιές, μόνο για φαΐ (Ησίοδ.) μσν.… … Dictionary of Greek